- Βαλδουίνου
- Βαλδουΐνου , Βαλδουῗνοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αικατερίνη Κουρτενέ — (Catherine de Courtenay,1274 – 1308). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Φιλίππου Κουρτενέ και της Βεατρίκης Ανδηγαυικής και εγγονή του Βαλδουίνου Β’, Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατο του πατέρα της (1285), τα… … Dictionary of Greek
Αλουβάρδης — (13ος αι.). Υπογραμματέας στην αυλή του τελευταίου Λατίνου βασιλιά της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου (1228 61). Μετά την κατάληψή της από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, στάλθηκε μαζί με τον Νικηφορίτση, επίσης υπογραμματέα του Βαλδουίνου, ως πρεσβευτής… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος ο Μομφερατικός — (1154 – 1207). Αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Β., γιος του Γουλιέλμου Β’, ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες και διακρινόταν για την αγάπη του προς τις καλές τέχνες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των βιογράφων του.… … Dictionary of Greek
Τορνίκιος — Όνομα Βυζαντινής οικογένειας, που ήκμασε από τον 10o έως τον 14o αι. Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο άρχοντας Αρμίνιος, ο οποίος εγκαταστάθηκε διά της βίας στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό A’ και έμεινε εκεί έως τον θάνατό του.… … Dictionary of Greek
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
Αμαλάριχος ή Αμορί — (Amalric Amaury). Όνομα δύο Λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. 1. Α.Α’ (1135 – 1174). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1163 74), δεύτερος γιος του Φούλκου Ε’, κόμη της Ανδηγαυίας, και αδελφός του Βαλδουίνου Γ’τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο. Αφού χώρισε… … Dictionary of Greek
Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek